- φθειριώ
- (α) (αόρ. εφθειρίασα) αμετ. вшиветь, становиться вшивым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθειριώ — φθειριῶ, άω, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. έχω ψείρες 2. πάσχω από φθειρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek
φθειρίαση — η / φθειρίασις, άσεως, ΝΜΑ [φθειριῶ] ιατρ. το σύνολο τών παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που προκαλούνται στο σώμα ή στο τριχωτό τής κεφαλής από τις ψείρες … Dictionary of Greek
φθειριασμός — ὁ, ΜΑ [φθειριῶ] φθειρισμός* … Dictionary of Greek
χρυσιασμός — ὁ, Μ η χρυσή, ο ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. ιασμός δηλωτική ασθενείας, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσιῶ, άω (πρβλ. φθειρ ιασμός < φθειριῶ)] … Dictionary of Greek